- νεοσχηματισμός
- ο ιατρ. νεοπλασία, κακοήθης όγκος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek
ουλοποίηση — (Βιολ.). Τυπική διεργασία αναγέννησης των ιστών του ανθρώπου και των ζώων, όταν έχει θιγεί η ακεραιότητα τους. Η ουλή αντιπροσωπεύει την ίαση μιας βλάβης των ιστών. Αν και μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τα αίτια και την έκταση των βλαβών, η ο.… … Dictionary of Greek